- ἐνηρόσιον
- ἐνηρόσιονrent for corn-landneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενηρόσιον — ἐνηρόσιον και ἐνειρόσιον, το (Α) μίσθωμα ή τέλος που πληρωνόταν για άροση ή καλλιέργεια ιερού αγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + αροτός < αρώ «οργώνω»] … Dictionary of Greek